- προσαχθεῖσα
- προσάγωbring toaor part pass fem nom/voc sgπροσάσσωstored upaor part pass fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαχθείσας — προσαχθείσᾱς , προσάγω bring to aor part pass fem acc pl προσαχθείσᾱς , προσάγω bring to aor part pass fem gen sg (doric aeolic) προσαχθείσᾱς , προσάσσω stored up aor part pass fem acc pl προσαχθείσᾱς , προσάσσω stored up aor part pass fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασείω — (AM) 1. σείω πολύ, γκρεμίζω κάτι σείοντάς το (α. «μίαν μὲν ἣ τοῡ μεγάλου οἰκοδομήματος κατὰ τὸ χῶμα προσαχθεῑσα ἐπὶ μέγα τε κατέσεισε καὶ τοὺς Πλαταιᾱς ἐφόβησεν», Θουκ. β. «σεισμὸς κατέσεισε τὴν πόλιν», Αιλ.) 2. ρίχνω κάτω αρχ. 1. ενοχλώ, ταράζω… … Dictionary of Greek